-
1 εαυτός
αντων. (обычно в сочет, с притяж. мест. μου, σου, του и т. д.):ο εαυτός μου (σου, του) — я (ты, он) сам;
του εαυτου μου (σου, του) — самому себе; — самого себя;
τον εαυτό[ν] μου (σου, του) — себя, самого себя;
ο πρώτος εχθρός σου — — είναι ο εαυτός σου — ты сам себе первый враг;
θαυμάζει αυτός εαυτόν — он восхищается собой;
δεν σέβεται τόνεαυτόν του — он сам себя не уважает;
ερχομαι στον εαυτό μου — или βρίσκω τον εαυτό μου — прийти в себя; — очухаться (прост.);
γίνομαι εκτός εαυτού — выходить из себя;
αίσθάνομαι τον εαυτό μου καλά — чувствовать себя хорошо;
αφ' εαυτού — по собственной инициативе, добровольно;
καθ' εαυτόν — про себя;
ομιλεί καθ' εαυτόν — он говорит про себя;
παρ' εαυτώ — у себя дома;
§ καθ' εαυτου — действительно, на самом деле;
αυτό καθ' εαυτό — само по себе
См. также в других словарях:
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
ξαναγίνομαι — 1. γίνομαι πάλι, επαναλαμβάνομαι («αυτό δεν ξανάγινε») 2. κατασκευάζομαι ή δημιουργούμαι πάλι 3. μεταβάλλομαι ριζικά («θωρώ και ξαναγίνηκα», Ερωτόκρ.) 4. (για τη φύση) καταστρέφομαι, ανατρέπομαι («κι ο κόσμος αν ξαναγενεί, άλλο δεν κάνω ταίρι,… … Dictionary of Greek
αλλογνοώ — ἀλλογνοῶ ( έω) (Α) 1. θεωρώ κάτι ως κάτι άλλο, παραγνωρίζω 2. γίνομαι εκτός εαυτού, παραφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + γνοῶ ( έω) < θ. γνω , < ἔγνων τού ρ. γιγνώσκω] … Dictionary of Greek
αλλοφρονώ — (Α ἀλλοφρονῶ, έω) [ἀλλόφρων] κυριεύομαι από μανία, γίνομαι εκτός εαυτού, παραφρονώ αρχ. 1. σκέπτομαι άλλα πράγματα, δεν δίνω προσοχή σε κάτι 2. είμαι αναίσθητος, λιπόθυμος 3. έχω διαφορετική γνώμη, έχω κάτι άλλο στον νου μου … Dictionary of Greek
εκβακχεύω — (Α ἐκβακχεύω) εξεγείρω σε κάποιον βακχικό ενθουσιασμό αρχ. 1. δίνω σε κάτι βακχική, μανική μορφή 2. γίνομαι εκτός εαυτού, έξω φρενών … Dictionary of Greek
ξαναστένομαι — εξίσταμαι, αναστατώνομαι, γίνομαι εκτός εαυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανά + στένομαι «σηκώνομαι, εξίσταμαι»] … Dictionary of Greek
παρακινώ — παρακινῶ, έω, ΝΜΑ συμβουλεύω και συγχρόνως ενθαρρύνω κάποιον να κάνει κάτι, παρορμώ, ερεθίζω, εξωθώ, παροτρύνω αρχ. 1. διαταράσσω, συγχέω 2. διαταράσσομαι, θολώνομαι 3. εγείρω ταραχές, σχηματίζω φατρίες, ενεργώ εναντίον καθεστώτων 4. κινώ σφοδρώς … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek